Dictionary of Greek. 2013.
πενταναΐα — και πεντεναΐα, ἡ, Α μοίρα στόλου από πέντε πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πεντε + ναΐα (< ναῦς), πρβλ. δεκα ναΐα] … Dictionary of Greek